Άρθρα

Μοιραστείτε το

Μνήμη & Τραύμα

Της Ευθυμίας Γ. Κατσικανδαράκη, Παιδοψυχιάτρου (European Association for Psychοtherapy (EAP))

Στην εργασία αυτή επιχειρείται η εφαρμογή  της τέχνης της ψυχοθεραπείας σε όλες τις  διαθέσιμες σύγχρονες πηγές – στα πρόσφατα  νευροεπιστημονικά ευρήματα, που αφορούν  στη μνήμη. Επίσης διερευνάται τι στα εν λόγω  δεδομένα είναι συμβατό με την κλινική  εμπειρία και τις θεωρίες όχι μόνο της  ψυχανάλυσης αλλά και των άλλων  ψυχοθεραπευτικών τεχνικών και ποια νέα  θεωρητικά μονοπάτια διανοίγονται. Ειδικότερα  εξετάζεται η φυσιολογία της μνήμης, η  διάκρισή της σε θετική και αρνητική μνήμη, η  ταξινόμησή της σε άμεση, βραχυπρόθεσμη  και μακροπρόθεσμη, καθώς και οι  πολύπλοκοι μηχανισμοί της.

Ακολουθούν τα  νευροεπιστημονικά μοντέλα της μνήμης  αναλύοντας τη σκοπιμότητα της  αναμνημόνευσης και αποκατάστασης της  αλήθειας, στο εκεί και τότε ή / και στη  συγκατασκευή μιας συνεκτικής προσωπικής  αφήγησης, στο εδώ και τώρα και το  ενδεχόμενο πρώιμοι ή ισχυροί τραυματισμοί  να επηρεάζουν σε τέτοιο βαθμό τις μνημονικές  εγγραφές και διεργασίες, ώστε να απαιτούνται  εννοιολογήσεις και σύγχρονες  ψυχοθεραπευτικές τεχνικές πέραν του  συγκρουσιακού μοντέλου. Εξετάζεται κλινικό  περιστατικό.  

1. Φυσιολογία της μνήμης.  

Η μνήμη είναι αποτέλεσμα μεταβολής της συναπτικής μετάδοσης από ένα νευρικό  κύτταρο στο άλλο και η οποία προϋποθέτει προηγούμενη νευραδική δραστηριότητα.  Οι μεταβολές αυτές, στη συνέχεια, προκαλούν την ανάπτυξη νέων οδών μεταβίβασης  των ώσεων μέσα από νευραδικά κυκλώματα του εγκεφάλου. Οι νέες οδοί  μεταβίβασης ονομάζονται μνημονικά εγγράμματα. Τα μνημονικά αυτά εγγράμματα ή  εγγραφές έχουν πολύ μεγάλη σημασία διότι από τη στιγμή που θα εγκατασταθούν  μπορούν να ενεργοποιούνται de novo από τον σκεπτόμενο εγκέφαλο και να  αναπαραγάγουν τις μνήμες. Ο μεγαλύτερος όγκος μνήμης που συσχετίζεται με τις  νοητικές δραστηριότητες είναι αποτέλεσμα κυρίως μνημονικών εγγραφών στον  εγκεφαλικό φλοιό [1]. 

2. Θετική και αρνητική μνήμη. 

Αν και πολλές φορές αναφερόμαστε στη μνήμη σαν ένα θετικό γεγονός, σαν δηλαδή  τη θετική ανάκληση προηγούμενων σκέψεων και εμπειριών, εντούτοις το μεγαλύτερο  ποσοστό μνήμης είναι αρνητικές μνήμες και όχι θετικές. Δηλαδή, ο εγκέφαλος  κατακλύζεται με αισθητικές πληροφορίες από όλες τις αισθήσεις. Όμως ο εγκέφαλος  έχει τη δυνατότητα να μαθαίνει να αγνοεί τις πληροφορίες που είναι ασήμαντες. Το  φαινόμενο αυτό προκαλείται με αναστολή της συναπτικής διαβίβασης για αυτό τον  τύπο των πληροφοριών και το αποτέλεσμα ονομάζεται “εθισμός” της σύναψης. Το  φαινόμενο αυτό είναι μια μορφή αρνητικής μνήμης. 

Αντίθετα, για τα είδη εκείνα των πληροφοριών, που είναι δυνατόν να υπάρξουν  συνέπειες, όπως είναι ο πόνος ή ένα ευχάριστο συναίσθημα, ο εγκέφαλος έχει  επίσης την ικανότητα αυτόματα να ενισχύει και να αποθηκεύει τα μνημονικά  εγγράμματα. Κάτι τέτοιο αποτελεί θετική μορφή μνήμης. Η μορφή αυτή της μνήμης  είναι αποτέλεσμα “όδωσης” της συναπτικής διαβίβασης και η διεργασία αυτή  ονομάζεται ευαισθητοποίηση της μνήμης.  

Ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, που ανήκουν στο μεταιχμιακό σύστημα,  προσδιορίζουν αν μια πληροφορία είναι σημαντική ή ασήμαντη και αποφασίζουν  υποσυνείδητα, αν θα αποθηκευτεί με μορφή οδωμένου μνημονικού εγγράμματος ή  θα κατασταλεί [1].  

3. Ταξινόμηση της μνήμης. 

Η μνήμη διαχωρίζεται σε [1]:  

1) Άμεση μνήμη, η οποία περιλαμβάνει τη διατήρηση πληροφοριών στη μνήμη για  μερικά δευτερόλεπτα ή το πολύ λεπτά εκτός αν μετατραπούν σε βραχυπρόθεσμη  μνήμη.  

2) Βραχυπρόθεσμη μνήμη, η οποία διαρκεί μερικές μέρες ή εβδομάδες αλλά τελικά  χάνεται και τη  

3) Μακροπρόθεσμη μνήμη, η οποία από τη στιγμή που θα εγκατασταθεί, μπορεί να  ανακαλείται επί χρόνια ή και για ολόκληρη τη ζωή του ατόμου.  

4. Μηχανισμός μνήμης. 

Ένας μηχανισμός μνήμης που μελετήθηκε από τους Kandel et al και με τον οποίο  μπορεί να προκληθούν μνημονικές εγγραφές, που διαρκούν μέχρι τρεις εβδομάδες,  στα σαλιγκάρια (Aplysia Californica) [2]. 

Σχήμα: Το σύστημα μνήμης που ανακαλύφθηκε 

στο οστρακοφόρο μαλάκιο Aplysia [1]. 

Στο σχήμα παρουσιάζονται δυο προσυναπτικές απολήξεις. Η μια απόληξη  προέρχεται από μια κύρια προσαγωγό αισθητική νευράδα και απολήγει στη  μεμβράνη του νευρικού κυττάρου που πρέπει να διεγείρει. Η απόληξη αυτή  ονομάζεται αισθητική. Η άλλη απόληξη απολήγει στην αισθητική απόληξη και  ονομάζεται οδωτική. Όταν η αισθητική απόληξη διεγείρεται επαναληπτικά χωρίς  σύγχρονη διέγερση της οδωτικής απόληξης, στην αρχή η μετάδοση της διέγερσης  είναι πολύ έντονη. Μετά όμως από επανειλημμένα ερεθίσματα, το σήμα που  μεταδίδεται μειώνεται σταδιακά μέχρι που τελικά μηδενίζεται. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται εξοικείωση και αποτελεί μια μορφή μνήμης, που προκαλεί μείωση της  απάντησης του κυκλώματος σε επαναλαμβανόμενα γεγονότα άνευ σημασίας.  Αντίθετα, αν ένα οχληρό ερέθισμα διεγείρει την οδωτική απόληξη, ταυτόχρονα με τη  διέγερση της οδωτικής απόληξης, τότε αντί το σήμα που μεταδίδεται να μειώνεται  σταδιακά, η μετάδοση της διέγερσης διευκολύνεται και παραμένει αυξημένη για ώρες  ή ημέρες κι αν γίνει εντατική ενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού μάθησης, η  αυξημένη μετάδοση της διέγερσης επιμένει για περίπου τρεις εβδομάδες χωρίς να  χρειάζεται πλέον διέγερση της οδωτικης απόληξης. Επομένως, το οχληρό ερέθισμα  προκαλεί την όδωση της μνημονικής αυτής οδού για ημέρες ή για εβδομάδες.  

Σε μοριακό επίπεδο η διέγερση της οδωτικής νευράδας ταυτόχρονα με την αισθητική  προκαλεί απελευθέρωση σεροτονίνης (Serotonine). Η Ser συνδέεται με τους  υποδοχείς Ser της μεμβράνης της αισθητικής απόληξης και ενεργοποιεί την  αδενυλική κυκλάση στο εσωτερικό της μεμβράνης. Η ενεργοποίηση αυτή προκαλεί το  σχηματισμό cAMP (κυκλική μονοφωσφορική αδενοσίνη) στο εσωτερικό της  προσυναπτικής απόληξης. 

Η cAMP ενεργοποιεί μια πρωτεϊνική κινάση, η οποία φωσφορυλιώνει μια πρωτεΐνη  που αποτελεί τμήμα του διαύλου K+ της μεμβράνης της αισθητικής απόληξης. Αυτό  αναστέλλει την αγωγιμότητα του διαύλου K+ (καλίου) για χρονικό διάστημα από  λεπτά έως εβδομάδες. 

Η απουσία της αγωγιμότητας του K+ προκαλεί παρατεταμένο δυναμικό ενεργείας, το  οποίο με τη σειρά του προκαλεί ενεργοποίηση των διαύλων Ca2+ από τους οποίους  εισέρχονται πολύ μεγάλες ποσότητες ιόντων Ca2+ στην αισθητική απόληξη. Στη  συνέχεια τα ιόντα Ca2+ προκαλούν απελευθέρωση πολύ μεγάλου ποσού  νευροδιαβιβαστικής ουσίας και με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η συναπτική  μετάδοση. 

Η μακροπρόθεσμη μνήμη κατά τη διάρκεια εγκατάστασης μακροπρόθεσμων  μνημονικών εγγραμμάτων, ο αριθμός των κυστιδίων της προσυναπτικής απόληξης  αυξάνεται. Αντίθετα, μετά από μακροχρόνιες περιόδους αδρανείας της σύναψης, η  επιφάνεια της θέσης απελευθέρωσης μειώνεται και είναι δυνατόν να εξαφανίζεται  πλήρως. Επιπλέον η αύξηση των θέσεων απελευθέρωσης εξαρτάται από την  ενεργοποίηση ειδικών, γενετικά προκαθοριζομένων επιφανειών μηχανισμών για τη  σύνθεση πρωτεϊνών, οι οποίες είναι απαραίτητες για το σχηματισμό των μηχανισμών  απελευθέρωσης κυστιδίων.  

5. Η φροϋδική θεωρία της μνήμης. 

Ο Freud προέβη στην υπόθεση πως ό,τι περιγράφουμε ως χαρακτήρα και ως  συμπτώματα δεν είναι άλλο από εκδηλώσεις μνήμης [3]. Αργότερα θεώρησε τις  επαναλήψεις στη μεταβίβαση ως φαινόμενα αντίστασης στη μνημονική ανάκληση  αλλά και μια μορφή ιδιότυπης μνήμης, όπου για το υποκείμενο δεν τίθεται καν θέμα  να θυμηθεί, αλλά μόνο να επαναλάβει και να διαδραματίσει “κάτι … το οποίο δεν θα  μπορούσε να έχει ξεχαστεί γιατί δεν ήταν ποτέ συνειδητό” [4]. 

Η ψυχανάλυση άρχισε ως θεωρία τραύματος. Σιγά – σιγά η ψυχανάλυση  μετακινήθηκε προς μια θεωρία συμβολοποίησης και φαντασίας, όπου η πολυσημία  και το ευμετάθετο των εγγραφών υπέστειλαν τη μνημονική ανάκληση και την ιαματική  σημασία της. Αυτή η διπλή οπτική, ανάμεσα στη μνημονική ανάκληση των γεγονότων  και στη φαντασία εμμένει σήμερα ως διαλεκτική της σύγχρονής ψυχαναλυτικής  σκέψης [5]. 

5.1 Τρόποι θεώρησης της μνημονικής εγγραφής. 

Υπάρχουν δυο τρόποι θεώρησης της μνημονικής εγγραφής [6]:  

Α. Ο τρόπος του μνημονικού ίχνους, δηλαδή της παθητικής μνημονικής διαδικασίας  που αναπτύχθηκε κυρίως στην ερμηνευτική των ονείρων [3] και όπου:   

1) Η αντιληπτική λειτουργία λογίζεται σαν ταυτόσημη με τη συνειδητή λειτουργία – οι  δυο μαζί αναφέρονται ως σύστημα.  

2) Η μνήμη διαφοροποιείται από την αντίληψη (- συνείδηση): “… ο καθρέπτης ενός  κατοπτρικού τηλεσκοπίου δεν μπορεί την ίδια στιγμή να συνιστά και φωτογραφική  πλάκα …”.  

3) Υιοθετείται η μακρόπνοη εκείνη φιλοσοφική παράδοση που υποστηρίζει ότι η  αντίληψη προσφέρει αδιαλείπτως αληθή πληροφορία. Επίσης υποτίθεται ότι μια  συνεχής και ακριβής καταγραφή αντιληπτικών ψηφιακών εισερχομένων  αποθηκεύεται στη μνήμη – όχι σε μορφή διακριτών και μοναδικών εγγραφών,  αλλά αποθηκευμένα πολλαπλώς και καθ΄ επανάληψιν σύμφωνα με αρχές  κωδικοποίησης όπως η ποιοτική συνάφεια, το ταυτόχρονο κλπ.  

4) Οι αντιληπτικές αυτές εγγραφές που γίνονται στο σύστημα – ασυνείδητο είναι  ενδεχομένως ανακλητές αν επενδυθούν με επαρκή ενορμητική ενέργεια. “Στο  ασυνείδητο τίποτα δεν τελειώνει, τίποτα δεν είναι περασμένο ή ξεχασμένο … Ένας  εξευτελισμός που βιώθηκε 30 χρόνια πριν δρα ακριβώς όπως ένας πρόσφατος …  μόλις διασφαλίσει πρόσβαση στις ασυνείδητες πηγές συναισθήματος. Μόλις  αγγιχθεί η μνήμη του (το μνημονικό του ίχνος) ξαναγεννιέται και δείχνει  επενδυμένο με ενέργεια που βρίσκει κινητική εκφορτιστική διέξοδο σε μια  (υστερική) προβολή” [7]. 

Β. Ο τρόπος της ενεργητικής μνημονικής διεργασίας που έχει τα εξής χαρακτηριστικά:  1) Διαθέτει χρονική και αναπτυξιακή διάσταση. 

2) Περικλείει την έννοια της Nachträglichkeit, δηλαδή της εκ των υστέρων  επανεγγραφής και επανασημασιολόγησης των μνημονικών αντιληπτικών ιχνών  ανάλογα με την επικαιρότητα των συνθηκών με συνέπεια οι σκηνές από το  παρελθόν να μπορούν να αποκτήσουν νέο, αναδρομικό νόημα. Έχουμε μια  αναδρομική «αιτιολόγηση» από την πλευρά του παρόντος προς το παρελθόν. 

3) Η ίδια η ψυχική συσκευή αναπτύσσεται ως μια σειρά διαδοχικών μνημονικών  επανεγγραφών, όπου η κάθε νεότερη και υπό το βάρος των νεοτέρων  συμφραζομένων, μεταφράζει την προηγούμενη σε διαφορετικό ιδίωμα. 

4) Οι παιδικές μνήμες δεν αναδύονται αλλά σχηματίζονται εκείνη τη στιγμή.  5) Οι οδυνηρές μνήμες κατατέμνονται και ψηφιοποιούνται, οπότε περνάμε στη  λειτουργία της άλλης μνήμης του συστήματος αντίληψη – συνείδηση. Έτσι η εν  τέλει προκύπτουσα φαντασίωση αποσυνδέεται από την πρωτότυπη μνήμη και  επιτυγχάνεται η αποφυγή των τραυματικών επιπτώσεων του πρωτοτύπου.  Οι απόψεις του Freud για τη μνήμη άνοιξαν το δρόμο για την ανάδυση των  σύγχρονων σκηνικών κατασκευαστικών και αφηγηματικών προσεγγίσεων σε ό,τι  αφορά την ερμηνευτική της θεραπείας. 

Τι τελικά επιφέρει την θεραπευτική αλλαγή; Ο Freud συνδέει την αλλαγή με την άρση  των απωθήσεων, την ανάλυση των αντιστάσεων και τη συμπλήρωση των κενών στη  μνήμη. Η ίαση είναι περισσότερο πιθανό να επέλθει όταν η ιστορική προέλευση των  συμπτωμάτων θα έχει αναλυθεί. 

Ο Freud [8] διακρίνει ανάμεσα σε ανάμνηση – σκέψη και σε ανάμνηση – δράση. Ο  ασθενής “… επαναλαμβάνει κάθε τι που έχει ήδη χαράξει το δρόμο (του) από τις  πηγές του απωθημένου μέχρι την έκδηλη προσωπικότητά του – τις αναστολές και τις  ασύντονες στάσεις του καθώς και τις παθολογικές ιδιότητες του χαρακτήρα του”. Η  ανάμνηση – επανάληψη – στη – δράση παρεμβάλλεται ως αντίσταση, στην πορεία  της ανάλυσης προς την ανεύρεση των καθαυτών (απωθημένων) μνημών. Συνεπώς  οι ερμηνείες της ανάμνησης – επανάληψης – στη – δράση έχουν στόχο να  επιλύσουν τις ομόλογες αντιστάσεις έτσι ώστε να μην εμποδίζεται η ανάσυρση  απωθημένων μνημών.  

Τίποτα δεν χάνεται από την παιδική ηλικία. Στις αναμνήσεις – οθόνες αυτές τις, αυτές  τις υπερκαθαρές αναμνήσεις άσχετων και αδιάφορων σκηνών, δεν έχει κρατηθεί στη  μνήμη μόνο ένα μέρος, αλλά όλα όσα είναι ουσιώδη από την παιδική ηλικία. Έστω κι αν ορισμένες μνήμες μπορεί να είναι φαντασιώσεις, αυτό δεν τις κάνει πλαστές  αναμνήσεις. Οι μνήμες δεν υφαίνονται ολόκληρες από το ίδιο ύφασμα∙ αλλά ποτέ δεν  είναι αδιάφορο αυτό που θυμόμαστε ή έστω νομίζουμε ότι θυμόμαστε από τα παιδικά  μας χρόνια. Σαν κανόνας ισχύει ότι οι υπολειμματικές μνήμες όπου το ίδιο το  υποκείμενο δυσκολεύεται να αξιολογήσει ή που ελέγχονται για το αν διαθέτουν  ακριβή αντιστοιχία προς την ιστορική πραγματικότητα – περικλείουν ανεκτίμητες  λεπτομέρειες και ενδείξεις γύρω από τα πιο σημαντικά στοιχεία της εν τέλει ιστορικής  πραγματικότητας του καθενός μας. Μια ασυνείδητη επιθυμία μπορεί να επιφέρει τη  μετάθεση ή και την απώθηση μιας μνήμης. Έτσι η ανάλυση των διεργασιών που  αλλοιώνουν τις μνήμες φέρνει στο φως την ασυνείδητη επιθυμία αλλά και το ιστορικό  γεγονός που τη διακίνησε. Ο Freud ποτέ δεν παραιτείται ολοκληρωτικά από την  αναζήτηση των ενδείξεων της αρχικής, ιστορικής, “αληθούς” πραγματικότητας. Οι  ασυνείδητες φαντασιώσεις παραμένουν βασισμένες σε πραγματικά συμβάντα.  Σύμφωνα με το αρχαιολογικό μοντέλο αυτό που ο αναλυτής καλείται να διευκρινίσει  είναι το αν το απόσπασμα της ψυχικής πραγματικότητας που έχει αποκαλυφθεί  ανήκει στη “θέση” που βρέθηκε ή έχει μετακινηθεί από την αρχική του θέση ως  αποτέλεσμα της μετέπειτα αναταραχής. Συναισθηματικές καταστάσεις μπορούν να  ενσωματωθούν στο νου ως παράγωγα πρωτογενών τραυματικών εμπειριών και όταν  επέλθει μια όμοια κατάσταση, αναβιώνονται ως μνημονικά σύμβολα [9]. 

Πίσω από το φαινομενικό “σβήσιμο” τα πάντα υφίστανται σε κάποια μορφή. Τίποτα  δεν υποκύπτει παντελώς στη λήθη και την εξαφάνιση. Όλα περιμένουν την  κατάλληλη αναμόχλευση για να ανασυρθούν. Ακόμα και οι παραισθήσεις και το  παραλήρημα εμπεριέχουν ένα “… απόσπασμα ιστορικής αλήθειας”. Όχι μόνο οι  υστερικοί αλλά και οι ψυχωτικοί πάσχουν από τις αναμνήσεις τους: “Συχνά ο ασθενής  οδηγείται από μια κατάσταση άγχους να αναμένει την έλευση ενός τρομερού  συμβάντος στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται παρά κάτω από την επίδραση μιας  απωθημένης μνήμης (που ζητεί να μπει στη συνείδηση αλλά δεν καταφέρνει να γίνει  συνειδητή) ότι κάτι που τότε υπήρξε τρομακτικό μπορεί πράγματι να συμβεί…” ή  όπως αργότερα το έθεσε ο Winnicott [10] “… αυτό που ο ασθενής φοβάται … έχει  ήδη συμβεί”. 

5.2 Ο Freud και το τραύμα σε σχέση με τη μνήμη. 

Στη φροϋδική σκέψη “οι υστερικοί πάσχουν κατά κύριο λόγο από αναπολήσεις”. Η  ψυχανάλυση απέδιδε αρχικώς την αιτιολογία της νεύρωσης σε αποσιωπημένες  τραυματικές μνήμες παιδικής σεξουαλικής παραβίασης. Οι μνήμες αυτές  “στοίχειωναν” τους υστερικούς ασθενείς, εγγράφονταν στο σώμα τους και έδιναν  λαβή σε συμπτώματα, με συνέπεια τα τελευταία να περιέχουν (ή να είναι) μνημονικά  παράγωγα. 

Για τους Breuer and Freud, όπως και για τον σύγχρονό της, η αποσύνδεση, με τη  μορφή της διπλής συνείδησης όχι μόνο εννοιολογεί με ακρίβεια τις ψυχολογικές  συνέπειες από τα ισχυρά τραύματα, αλλά είναι και παθογνωμονικό χαρακτηριστικό  της υστερίας. 

Η διχοτόμηση της συνείδησης θεωρήθηκε σαν ένας αυτόματος τρόπος του  τραυματισμένου νου να αντιμετωπίσει την υπερβάλλουσα διέγερση, όταν αυτή δεν  μπορεί είτε να “εκφορτισθεί” κατά μήκος των κινητικών οδών, είτε να απαρτιωθεί  ψυχοσυνδετικά και να υποστεί μνημονική επεξεργασία. 

Ο μετασχηματισμός των αισθητηριακών σωματικών αισθήσεων σε δυσαρέσκεια  (συναισθηματικό βίωμα) ακολουθείται από μία “υπνοειδή, δίκην ονείρου,  συνειδησιακή κατάσταση”, όπου οι παραστάσεις δεν μπορούν να διακριθούν από τις  αντιλήψεις και έτσι το τραυματικό βίωμα χάνει την “πραγματολογική” του ποιότητα,  από “όντως ον” μετατρέπεται σε “εντύπωση” κι έτσι ο νους “διασώζεται” από πολύ  απειλητικότερες συναισθηματικές προσβολές τρόμου και αβοηθησίας. 

Το τραυματικό γεγονός, όταν εγγράφεται σε αυτήν την “ιδιότυπη, συνειδησιακή  κατάσταση, δεν είναι πλέον προσιτό από τη συνείδηση, διότι οι ιδέες που αναδύονται  σε υπνοειδείς καταστάσεις αποκόπτονται από τη συνειρμική επικοινωνία με το λοιπό  περιεχόμενο της συνείδησης…”. Επιπλέον, επιβάλλονται περιορισμοί στην  κωδικοποίηση του βιώματος, που περιορίζουν περαιτέρω τον βαθμό κατά τον οποίον  το τραύμα μπορεί να αφομοιωθεί και να οργανωθεί. Η χρήση λεκτικών διόδων είναι  φραγμένη ενώ αυξημένη είναι η διάνοιξη αισθητικο-κινητικών διόδων, κάτι που  αυξάνει την πιθανότητα να αποτυπωθεί η διέγερση σε “σωματικά μνημονικά ίχνη”.  

Οι Breuer and Freud, σημειώνουν ότι “η ανάμνηση του τραύματος … ενεργεί σαν  ξένο σώμα, το οποίο, ακόμη και σε χρονική απόσταση από την έλευσή του, θα  πρέπει να θεωρείται ως παράγων που παραμένει ενεργός…”. Οι τραυματικές  αναμνήσεις, ως ξένα σώματα μέσα στον ψυχισμό, εκτυλίσσουν τις δικές τους  δυναμικές. Εισβάλλουν στη συνείδηση με flashbacks ή με ονειροπολήσεις, υπό την  επίδραση σκηνικών ή σωματικών αναμοχλεύσεων.  

Αλλά αναβιώνουν και σε τρόπους σχετίζεσθαι προς τους άλλους ή εμπίπτουν  επαναλήψεις που δεν γίνονται κατανοητές. Μπορεί να επαναβιωθούν σε όνειρα ή να  κρατηθούν μακριά από τον κίνδυνο της ονειρικής επεξεργασίας.  

Η αποσύνδεση ψυχικών περιεχομένων από τον κεντρικό πυρήνα του ψυχισμού  κατανοείται πλέον όχι με όρους ιδιοσυστασιακού ελλείμματος ή με όρους κάμψης της  συνδετικής ικανότητας του νου, αλλά δυναμικά, ως απορρέουσα από τη σύγκρουση  αντιθετικών ψυχικών ώσεων. Το παιδί διαθέτει δύο ενεργητικούς τρόπους μέσω των  οποίων διαχειρίζεται το άγχος, “απαλλάσσεται από ανεπιθύμητες ενστικτώδεις  απαιτήσεις με το να τις απωθεί …οχυρώνεται μπροστά στις απαιτήσεις του  εξωτερικού κόσμου … με διάψευση των αντίστοιχων αντιλήψεων”. Αυτή η ενεργητική  πράξη οδηγεί σε “διχοτόμηση του εγώ”, όπου “…οι δύο θεωρήσεις εμμένουν η μία  δίπλα στην άλλη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής…χωρίς να επηρεάζουν η μία την  άλλη” στον φετιχισμό στην ψύχωση, αλλά ακόμη και στην νεύρωση.  

Στο δομικό μοντέλο του ψυχισμού, μετά το 1920, όπου τροποποιούνται και οι  απόψεις του Freud για το άγχος, λογίζεται ως τραυματικό κάθε βίωμα (εσωτερικής ή  εξωτερικής προέλευσης) που η ένταση του είναι τέτοια ώστε να οδηγήσει τον  οργανισμό σε αισθητηριακή υπερχείλιση που δεν μπορεί να ρυθμιστεί, καθώς έχουμε  μια “διάρρηξη της προστατευτικής έναντι των ερεθισμών ασπίδας” [6].  

6. Νευροεπιστημονικά μοντέλα της μνήμης.  

Η γνωστική ψυχολογία ασχολείται με τη μελέτη των ανθρωπίνων νοητικών  διεργασιών -προσοχή, αντίληψη μνήμη, σκέψη- και του τρόπου επεξεργασίας των  πληροφοριών από το άτομο.  

Οι γνωσιακές θεωρίες για τη μνήμη διαφέρουν ως προς το κατά πόσον ασχολούνται  με: (α) την επινόηση μοντέλων επεξεργασίας μνημονικών δεδομένων ή (β) την  διερεύνηση της οργάνωσης και της δομής της μνήμης. Η πρώτη (α) προσέγγιση  εννοιολόγησε αρχικώς τη μνήμη ως αναλόγου του μοντέλου των ηλεκτρονικών  υπολογιστών και ονομάστηκε από τους Atkinson and Shiffrin μοντέλο επεξεργασίας  πληροφοριών βασιζόμενο στην υπόθεση ότι οι γνωσιακές διεργασίες αφορούν  στάδια κωδικοποίησης των εισερχόμενων πληροφοριών, αποθήκευσης, ανάσυρσης  και αποκωδικοποίησης.  

Αυτό το αρχικό, σειριακό, υπολογιστικό παράδειγμα – μοντέλο αποδείχθηκε στη  συνέχεια ως όχι τόσο ακριβές ανάλογο της λειτουργίας του ανθρώπινου νου. Αντί για  ταχύτατος και σειριακά ενεργών υπολογιστής, ο νους μας φαίνεται να χαρακτηρίζεται  καλύτερα ως ένα σύνολο βραδύτερων υπολογιστών που λειτουργούν εν παραλλήλω.  Έτσι αποδείχθηκε ένα διαφορετικό μοντέλο γνωσιακών διεργασιών που ονομάστηκε  συνδετικό – συνδυαστικό. 

Αυτό μαζί με τα συναφή μοντέλα επανακατηγοριοποίησης και παραλλήλως κατανεμημένης επεξεργασίας θεωρούν τη βάση των γνωσιακών διεργασιών την ίδια  την αρχιτεκτονική των νευρωνικών κυκλωμάτων και τον παράλληλο τρόπο  λειτουργίας τους και δεν χρησιμοποιούν τον υπολογιστή ως ανάλογο. Σε ό,τι αφορά  δε τη λειτουργία της μνήμης, τα μοντέλα αυτά επικεντρώνονται στην επεξεργαστική  διάσταση και στις πολλαπλές χαρτογραφήσεις.  

Γενικότερα, ο συνδετισμός-ο γενικός αυτός όρος που περικλείει όλα τα ανωτέρω  μοντέλα-εισήγαγε τις ιδέες της παράλληλης ταυτόχρονης επεξεργασίας της μη ειδικής  νευροανατομικής εντόπισης και του μηχανισμού ενίσχυσης και αποδυνάμωσης των  νευρωνικών δομών μέσω συνεχών αλληλεπιδράσεων με το περιβάλλον. Η “κτήση  νέας μνήμης” δεν γίνεται χωρίς “συσχέτιση με προηγούμενες μνήμες”. Κάθε  ανάκληση “μνημονικών ιχνών” μπορεί να επιφέρει και τροποποίησή τους, ως  αποτέλεσμα της επαφής τους με το περιβάλλον, αλλά όχι αυθαίρετα, παρά με βάση  την “ιστορική αλήθεια” των πρότερων “αναπτυξιακών βιωμάτων”.  

Η δεύτερη (β) προσέγγιση είναι διαφορετική. Έχει τις ρίζες της στη μακρά παράδοση  της διερεύνησης των διαφορετικών ειδών μνήμης καθώς και των νευροανατομικών  τους εντοπίσεων. Ήδη από το 1890, ο William James, είχε αντιδιαστείλει τις  συνήθειες – με το (άδηλο) μνημονικό τους περιεχόμενο – προς τη συνειδητή μνήμη  του παρελθόντος· ο Henri Bergson έγραψε το 1910 ότι το παρελθόν επιζεί είτε ως  σωματική συνήθεια είτε ως ανεξάρτητη ανάκληση· και ο William McDougall διέκρινε  την άδηλη (αυτόματη και αντανακλαστική) από την έκδηλη (συνειδητή) αναγνώριση.  Από τους σύγχρονους ερευνητές, οι Tulving et al περιγράφουν την οργάνωση της  μνήμης με όρους διακριτών συστημάτων, κάθε ένα από τα οποία εδράζεται σε  διαφορετικές νευροανατομικές θέσεις. Παρά τις διαφορές τους, όλες οι προσεγγίσεις –  επεξεργαστική, δομική οργανωτική, νευροανατομική – συμφωνούν στα κάτωθι:  

1) Οι μνημονικές διεργασίες είναι ενεργές και διαδραστικές. Αυτό σημαίνει ότι η  μνήμη ήδη μετασχηματίζεται καθώς αναπαρίσταται και μάλιστα εντός των  συμφραζομένων της παρούσας (ενεστώσας) επικαιρότητας.  

2) Η μνήμη δεν είναι ομοιογενής οντότητα. Διαφορετικές πλευρές του βιώματος  γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας και αναπαράστασης σε πολλαπλές, ταυτόχρονες  χαρτογραφήσεις.  

Η δηλωτική μνήμη παρέχει τη βάση για συνειδητή απομνημόνευση είτε (α)  συμβάντων και βιωμάτων, οπότε ονομάζεται επεισοδιακή / αυτοβιογραφική μνήμη ή  μνήμη πηγής είτε (β) γνώσης πραγμάτων (σχημάτων, μερών, μυρωδιών κ.λπ.) ή  ιδεών (σημασιών λέξεων, θεωρητικών προτάσεων, κοινωνικών σημασιοδοτήσεων  κλπ.), οπότε ονομάζεται σημασιολογική μνήμη. Η δηλωτική μνήμη αναπαρίσταται είτε  στη γλώσσα είτε σε εικονιστικές αισθητηριακές παραστάσεις. Η δηλωτική μνημονική  μάθηση είναι εξ ορισμού συμβολική καθώς η εγγραφή ανάγεται πάντα σε ένα  κατηγόρημα, σε ένα νόημα.  

Η δηλωτική μνήμη εδράζεται σε μία ειδική περιοχή του διαμέσου εγκεφάλου ,τον  ιππόκαμπο και στις ανατομικά συνδεδεμένες δομές του μέσου βρεγματικού λοβού  και του διεγκεφάλου.  

Ο ιππόκαμπος λαμβάνει εισερχόμενα από τη μείζονα αισθητηριακή ζώνη του  νεοφλοιού. Μετά την επεξεργασία των δεδομένων αυτών ο ιππόκαμπος τα  προβάλλει πίσω στον νεοφλοιό έτσι που να βρεθούν στη διάθεση του προμετωπιαίου  λοβού.  

Πλήθος νευρολογικών μελετών έχουν συσχετίσει την ειδική μνημονική έκπτωση  μορφών της δηλωτικής μνήμης με βλάβες αντίστοιχων νευροανατομικών περιοχών.  

Η δηλωτική μνήμη αποδιοργανώνεται σε ασθενείς που πάσχουν από κάποια  προσβολή του ιππόκαμπου. Ασθενείς με βλάβη στον οπισθοπλάγιο προμετωπιαίο λοβό έχουν ελλιπή σημασιολογική μνήμη ενώ η επεισοδιακή / αυτοβιογραφική τους  μνήμη παραμένει άθικτη.  

Η μη – δηλωτική μνήμη αναφέρεται σε αρκετά, διαφορετικά μεταξύ τους, μνημονικά  συστήματα (κλασική εξαρτημένη μάθηση, προετοιμασία αντίδρασης, μη – συνειρμική  μάθηση κ.λπ.). Σε αυτήν δεν παρίσταται πουθενά το παρελθόν με την έννοια μιας  μνημονικής εγγραφής που να μπορεί να ανακληθεί. Τα συστήματα μη – δηλωτικής  μνήμης ασκούν συνεχή επίδραση στην εμπειρία και στη συμπεριφορά μας ,αλλά  διατελούν έξω από κάθε επίγνωση.  

Κάνουν όμως εμφανή την παρουσία τους σε ό,τι “ξέρω να κάνω”, ό,τι “μπορώ να  κάνω”, ό,τι “είμαι”, ό,τι “δεν μπορώ”. Πρόκειται για συνήθειες, κινήσεις, στάσεις  σώματος, τρόπους ομιλίας, ικανότητες, κοινωνικές συμπεριφορές. Τα υλικά που είναι  αποθηκευμένα στα συστήματα της μη – δηλωτικής μνήμης μαθαίνονται δύσκολα και  με αργό τρόπο, ξεμαθαίνονται το ίδιο δύσκολα και επίσης δύσκολα γίνονται έκδηλα.  Ίσως όταν γνωσθούν έχουν ήδη αρχίσει να περνούν στην περιοχή της δηλωτικής /  αυτοβιογραφικής μνήμης, έχουν ήδη αρχίσει να εν-νοούνται (mentalized) ή να  ψυχικοποιούνται.  

Η μη – δηλωτική μνήμη διαμεσολαβείται από την αμυγδαλή, τους βασικούς πυρήνες  και την παρεγκεφαλίδα. Πρόκειται για υποφλοιώδεις περιοχές, πράγμα που σημαίνει  ότι τα αντιληπτικά δεδομένα από τον θάλαμο θα εγγραφούν απευθείας στις περιοχές  αυτές χωρίς να προηγηθεί επεξεργασία τους στον νεοφλοιό.  

Η αμυγδαλή συναντά ένα επείγοντα ανιχνευτή συμβάντων με μεγάλη συγκινησιακή  σημασία ή φόρτιση. Ελέγχει εάν οι εισερχόμενες αισθητηριακές πληροφορίες  συνιστούν κίνδυνο.  

Στα παιδιά η προτεινόμενη αιτία της παιδικής αμνησίας είναι η καθυστέρηση στην  ωρίμανση του ιππόκαμπου, μελλοντικού εγγραφέα των δηλωτικών αναμνήσεων.  Θεωρείται ότι η αμυγδαλή ωριμάζει λειτουργικά ενωρίτερα από τον ιππόκαμπο, ενώ  ο προμετωπιαίος φλοιός (που είναι αναγκαίος για την εγγραφή στον ιππόκαμπο)  πολύ αργότερα, στη νεαρή ενήλικη ζωή.  

Η έρευνα Baddley έδειξε ότι η μνημονική κωδικοποίηση είναι ένα ιδιαίτερα  πολύπλοκο σύνολο επεξεργασιών: Μια σύντομη φάση βραχυπρόθεσμης  αποθήκευσης εικονιστικών (ή ηχητικών) αισθητηριακών παραστάσεων, που θα  έσβηναν γρήγορα αν δεν υφίσταντο περαιτέρω επεξεργασία, ακολουθείται από  κωδικοποίηση σε μορφή βραχυπρόθεσμης μνήμης ή μνήμης εργασίας. Οι  αναμνήσεις μπορούν να παραμείνουν σε μορφή βραχυπρόθεσμης μνήμης το πολύ  για 25sec ή για όσο χρονικό διάστημα επαναλαμβάνονται ενεργά. Στην κατάσταση  αυτή είναι ασταθείς – δηλαδή ευάλωτες σε τύπους διατάραξης όπως πχ. Νέα μάθηση  και δεν απαιτείται πρωτεϊνοσύνθεση (δηλαδή δημιουργία νέων συνάψεων) για τη  μνημονική “συγκράτησή” τους καθώς εγγράφονται ως απλή χημική –  νευροδιαβιβαστική τροποποίηση. Στη συνέχεια (επόμενα λεπτά έως ώρες) αρχίζει η  διεργασία της σταθεροποίησης ή παγίωσης σε μακροπρόθεσμη μνήμη, όπου ένα  εφήμερο μνημονικό ίχνος μετατρέπεται σε εγγραφή ή έγγραμμα. Έτσι αναπτύσσεται  μια νέα σύναψη. Πολλαπλασιαζόμενων των συνάψεων ένας αριθμός κυττάρων θα  συνδεθεί άρρηκτα σε νευρωνικό κύκλωμα και να το έγγραμμα! Ο σχηματισμός όμως  της νέας σύναψης καθώς πρόκειται για ιστό, απαιτεί νέα πρωτεϊνοσύνθεση (και νέο  RNA).  

Οι συναισθηματικές αναμνήσεις είναι επίμονες και ζωηρές και η αμυγδαλή παίζει  ουσιώδη ρόλο στην κωδικοποίησή τους. Τα εισερχόμενα της μνήμης φθάνουν στην  αμυγδαλή από δυο διαφορετικές προελεύσεις. Αδρά και τυχαία εισερχόμενα φθάνουν  μέσω του θαλάμου και πιο αργοπορημένα αλλά λεπτομερώς αναπαρασταθέντα  εισερχόμενα από τον αισθητικό φλοιό – η βραδεία αλλά ακριβής και υψηλής  διαφοροποιήσεως μεταφορά. Η χαμηλή μεταφορά προμηθεύει την αμυγδαλή με αδρές παραστάσεις των εξωτερικών ερεθισμών και έτσι την καθιστά εργαλειακώς  επαρκή για να ευοδώσει την κωδικοποίησή της αντίληψης των συναισθηματικά  φορτισμένων προσλήψεων και να απαντήσει ταχέως σε αυτές πριν καν  συνειδητοποιηθούν. Λαμβάνει χώρα λοιπόν μια ταχεία μεν αλλά όχι πολύ ακριβής  αξιολόγηση του συναισθηματικά φορτισμένου αντιληπτού καθώς εκείνο φθάνει σε  μορφή θραυσμάτων μάλλον παρά ως πλήρως ανεπτυγμένη αντίληψη: μπορεί ένα  κλαδί να γίνει αντιληπτό σαν φίδι.  

Η αστραπιαία ενεργοποίηση του θαλάμου – αμυγδαλικού συστήματος είναι ιδιαίτερα  χρήσιμη σε καταστάσεις απειλητικές για τη ζωή όπου απαιτείται άμεση απάντηση  μάχης – φυγής. Στις περιπτώσεις αυτές ο οργανισμός απαντά πριν καν λάβει  εισερχόμενα από τις θάλαμο – φλοιό – αμυγδαλικές προβλητικές οδούς της βραδείας  μεταφοράς. Έτσι ονομάστηκε η μνήμη που εδράζεται στην αμυγδαλή “θερμό  σύστημα” και στον ιππόκαμπο “ψυχρό σύστημα”. Ο “ψυχρός” ιππόκαμπος, άκρως  εκλεπτυσμένος στην ικανότητα του να θυμάται λεπτομέρειες και αποχρώσεις των  συμβάντων, είναι και ιδιαιτέρως επιλήσμων. Ενώ η “θερμή” αμυγδαλή, αν και απλή  και χονδροειδής στις δυνατότητές της, δεν ξεχνάει ποτέ μια συνειρμική σύνδεση.  Επιπλέον η αμυγδαλή, λαμβάνει αργότερα, μέσω της βραδείας μεταβιβαστικής οδού,  αντιληπτικές πληροφορίες, που έχουν υποστεί εκτεταμένη επεξεργασία,  προερχόμενες από φλοιώδεις περιοχές υψηλότερης βαθμίδας καθώς και σήματα από  τον ιππόκαμπο που καθορίζουν τα συμφραζόμενα του συμβάντος. Έτσι το φάσμα  διακύμανσης των εντυπώσεων, που κωδικοποιούνται στην αμυγδαλή, μπορεί να  κυμαίνεται από τις αδρότερες μέχρι τις πλέον εκλεπτυσμένες.  

Υφίσταται ευρεία διακύμανση στην ιδιοσυστασία του καθενός ως προς τον βαθμό  υπερίσχυσης των θάλαμο – φλοιωδών οδών στη συναισθηματική επεξεργασία μέσω  της αμυγδαλής. Μια τέτοια διακύμανση μπορεί να εξηγήσει την κληρονομική  προδιάθεση ορισμένων ανθρώπων, άρα ίσως και το βαθμό προδιάθεσης στην  αγχώδη μετατραυματική διαταραχή (ΑΜΤΔ) ή για την εγκατάσταση οριακής ή  ψυχοσωματικής δομής, όπου σημαντικές στιγμές της ψυχικής ζωής τους μοιάζουν να  έχουν χαθεί, να μην έχουν γραφεί ψυχικά, ώστε στη συνέχεια να γίνουν αντικείμενο  αναμνημόνευσης και ερμηνευτικής διεργασίας. Όσο λιγότερα δεδομένα λαμβάνει η  αμυγδαλή από τη θάλαμο – φλοιώδη οδό, τόσο αυξάνει το “κολλώδες” των  αναμνήσεων, οι οποίες όμως αποθηκεύονται ως κατακερματισμένες σωματικές  αισθήσεις και οπτικές εικόνες. Ασθενείς με βλάβη στην αμυγδαλή μπορούν να  θυμούνται χωρίς δυσκολία τα πρόσφατα βιώματα. Αλλά οι αναμνήσεις τους δεν  επωφελούνται από τα συναισθήματα που συνοδεύουν ένα βίωμα και τον  υποβοηθούν στην ανάκλησή του. Έτσι υπάρχουν νευρολογικοί ασθενείς που μπορεί  να δυσκολευτούν να μάθουν από μια κατάσταση φόβου, μια κατάσταση που θα  τρόμαζε κανονικούς ανθρώπους και επίσης μπορεί να δυσκολευτούν να  αναγνωρίσουν συναισθήματα που εκφράζονται στο πρόσωπο και στη φωνή.  

Η θαλαμο-αμυγδαλική οδός είναι υπεύθυνη για αρχική, υποφλοιώδη, συγκινησιακή  αξιολόγηση των εισερχόμενων ερεθισμών. Η αμυγδαλή κινητοποιεί το αυτόνομο  νευρικό σύστημα και με οδεύσεις προς τον υποθάλαμο προκαλεί την έκκριση ACTH  από την υπόφυση και εν τέλει κορτιζόλης από τα επινεφρίδια. Αυτό σημαίνει ότι στη  διάρκεια του φόβου και του τραύματος η έκκριση των ορμονών του stress  (αδρεναλίνη και κορτιζόλη) μεσολαβείται από την αμυγδαλή.  

Έτσι κατά τη διάρκεια της μνημονικής εγγραφής, όσο ο βαθμός συγκινησιακού  ερεθισμού παραμένει μέτριος, η μνήμη ενισχύεται. Αλλά μια μαζική υπερέκκριση  ορμονών του stress, προερχόμενη από ένα τραυματικό συμβάν, συχνά οδηγεί σε  διατάραξη της λειτουργίας του ιππόκαμπου και του προμετωπιαίου φλοιού. Συνεπώς  σε διατάραξη δηλωτικών μνημονικών εγγραφών και τελικά σε υπερευόδωση της  λειτουργίας της αμυγδαλής, έτσι που ο οργανισμός περισσότερο να υπεραντιδρά  στον κίνδυνο και να λιγότερο να κινητοποιεί τις ανώτερες φλοιώδεις ζώνες της  σκέψης. Αντιθέτως, ‘όταν υπάρχει αύξηση της δραστηριότητας του ιππόκαμπου, επιτυγχάνεται έλεγχος της απάντησης στο άγχος, δηλαδή η αύξηση των επιπέδων  κορτιζόλης στο αίμα που προκλήθηκε από το stress σύντομα ακολουθείται από  δραστική μείωσή τους.  

Η τραυματική ποιότητα των αναμνήσεων συνίσταται στο ότι:  

1) Δεν απαρτιώνονται με τη μεσολάβηση του ιππόκαμπου και του προμετωπιαίου  φλοιού, άρα είναι κυριολεκτικώς βραχυκυκλωμένες. Ο ιππόκαμπος παίζει σημαντικό  ρόλο σε απαρτιωτικές – συνδετικές διεργασίες, διεργασίες που εάν διαταραχθούν  οδηγούν σε λανθασμένη απόδοση πηγής και σφάλματα μνημονικών συσχετίσεων.  

2) Αποθηκεύονται ως κατακερματισμένες σωματικές αισθήσεις και οπτικές εικόνες  και μόνο στην αμυγδαλή. Πρόκειται συνεπώς για αναμνήσεις χωρίς νόημα, που δεν  ανακαλούνται αλλά περισσότερο επαναλαμβάνονται ως παρορμητικές συγκινησιακές  εκδηλώσεις συμπεριφοράς ανακινούμενες βάσει ενδεικτικών στοιχείων.  

Ο ιππόκαμπος είναι η πλέον εκτεθειμένη στο stress εγκεφαλική περιοχή: περιέχει  έναν ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό υποδοχέων γλυκοκορτικοειδών εξού και η ιδιαίτερη  ευαλωτότητά του στην κορτιζόλη. Εάν λοιπόν το Κ.Ν.Σ. Συνεχίζει να βομβαρδίζεται με  ερεθίσματα stress, θα έχουμε εκφυλισμό και εν τέλει καταστροφή του ιππόκαμπου με  συνέπεια τις μνημονικές εκπτώσεις που έχουν περιγραφεί σε άτομα χρονίως  εκτεθειμένα σε τραυματικές συνθήκες: βλάβη και δυσλειτουργία του ιππόκαμπου  επιφέρει έκπτωση της μνημονικής διεργασίας και δυσκολεύει την ικανότητα χρονικού  εντοπισμού των αναμνήσεων. Έτσι το ότι η σκέψη, η μνήμη και η φαντασία μπορούν  να συγχέονται μπορεί να είναι αμυντική ψυχική διεργασία αλλά ενίοτε μπορεί να  προέρχεται και από νευρολογική αλλοίωση.  

Βάσει των ανωτέρω μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί οι αναμνήσεις των  πασχόντων από ΑΜΤΔ δείχνουν να είναι ταυτόχρονα και άσβεστες (καθηλωμένες στη  μνήμη) και μη τροποποιούμενες διαχρονικά και κερματισμένες. Καθώς ο ιππόκαμπος  αποτυγχάνει στην επιτέλεση της απαρτιωτικής λειτουργίας του, όλες τις σωματο 

αισθητηριακές εγγραφές (εικόνες, συγκινησιακές καταστάσεις, σωματικές αισθήσεις,  μυρωδιές, ήχοι) δεν συναρμόζονται σε ένα ενοποιημένο όλον. Έτσι οι τραυματικές  αναμνήσεις δεν μπορούν ούτε να ανακληθούν συνεκτικά ούτε να εγγραφούν  δηλωτικά ούτε να επαναπαγιωθούν, αλλά ούτε και να αναπαρασταθούν υπορρήτως,  σε διαδοχικές συμβολικές μετεγγραφές και μεταφράσεις. Έστω κι αν οι περισσότεροι  τραυματικοί ασθενείς, με την πάροδο του χρόνου θα φτιάξουν μια αφήγηση για ό,τι  συνέβη, τα αισθητηριακά τραυματικά στοιχεία θα επανέρχονται είτε ως flashbacks είτε  ω εφιαλτικά όνειρα, είτε ως αλλοιωμένη συνειδησιακή κατάσταση, ως στοιχεία  (συμπτώματα) που δεν οργανώνονται μέσα στη γενική αίσθηση του εαυτού [6].  

7. Βιωματική αφήγηση με αναφορές στις εγγραφές & την ανθεκτικότητα.

O Cyrulnik [11], αφηγείται ότι στην ηλικία των έξι το καθετί αφήνει το ίχνος του. Ο  θάνατος εγγράφεται στη μνήμη και οργανώνει de novo την ανάπτυξη. Όλες οι εικόνες  που βρίσκονται στη μνήμη είναι αληθινές. Όμως η ανασύνδεσή τους θα οργανώσει  τις αναμνήσεις προκειμένου να γίνουν αφήγηση. Κάθε γεγονός που εγγράφεται στη  μνήμη αποτελεί ένα στοιχείο της χίμαιρας του εαυτού μας.  

Ο συγγραφέας περιγράφει ότι γύριζε γύρω από το τραπέζι του σαλονιού όπου ήταν  κλεισμένος όταν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δεν επιτρεπόταν να  μαθευτεί ότι ήταν Εβραίος. Τον ανακούφιζε αυτό το στριφογύρισμα γιατί του έδινε μια  περίεργη αίσθηση ύπαρξης. Όταν είχε πια κουραστεί να στριφογυρίζει, ξάπλωνε στο  ντιβάνι και έγλυφε τα γόνατά του. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι νεώτερα ευρήματα  συσχετίζουν την (λειτουργική) έκπτωση του συστήματος αμυγδαλή – ιππόκαμπος με  κλινικές εκδηλώσεις αναπτυξιακής διαταραχής σε παραμελημένα ορφανά. Φαίνεται  ότι η πρώιμη έκθεση σε έντονες στρεσσογόνες συνθήκες μπορεί να επιφέρει ελαφρές  ορμονικές διακυμάνσεις, που όμως, είναι αρκετές για να δομήσουν παθολογικά τον  εγκέφαλο των παιδιών ώστε να κλίνει προς την υπεραντίδραση και την  υπερεγρήγορση. 

Ο συγγραφέας είχε οργανώσει τις αναμνήσεις του με τρόπο ώστε να μην του  προκαλούν άγχος… “αυτή η ασυνείδητη προθετικότητα μου επέτρεπε να τροποποιώ  τα γεγονότα του παρελθόντος για να τα κάνω υποφερτά και να μην αντιμετωπίζω τη  συγκεκριμένη ανάμνηση σαν αμετάκλητη καταδίκη. Χάρις σε αυτήν την οργάνωση  δεν ήμουν δέσμιος του παρελθόντος, γλίτωνα το τραύμα.  

Όταν η μνήμη είναι υγιής, σχηματίζεται μέσα μας μια συνεκτική και καθησυχαστική  αναπαράσταση του εαυτού μας. Το άτομο με υγιή μνήμη, ανασύρει στην επιφάνεια τα  αντικείμενα, τις λέξεις και τα γεγονότα που συνθέτουν μια ξεκάθαρη αναπαράσταση.  Μια τραυματική μνήμη δεν επιτρέπει την κατασκευή μιας καθησυχαστικής  αναπαράστασης του εαυτού μας, αφού, όταν την ανακαλούμε, επαναφέρουμε στη  συνείδηση την εικόνα του σοκ.  

Στην υγιή μνήμη η αναπαράσταση του εαυτού μας παρουσιάζει τον τρόπο ζωής που  θα μας επιτρέψει να είμαστε ευτυχισμένοι. Στην τραυματική μνήμη, ένα ασύλληπτο  πλήγμα παγώνει την εικόνα του παρελθόντος και θολώνει τη σκέψη.  

Όταν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά αφηγούνται τη ζωή τους, τα μεγάλα κενά στη μνήμη  τους αντιστοιχούν στις περιόδους απομόνωσης. Ο εσωτερικός κόσμος γεμίζει μόνο  με όσα του προσφέρουν οι άλλοι: τις γιορτές, τις συζητήσεις, τα απρόβλεπτα  γεγονότα. Κάθε άνθρωπος ερμηνεύει το ίδιο γεγονός με διαφορετικό τρόπο. Το  συναίσθημα που ντύνει τις σκηνές της μνήμης, εξαρτάται από την προσωπική ιστορία  του ατόμου, πράγμα που σημαίνει ότι, για την ίδια περίσταση, ο καθένας φτιάχνει  διαφορετικές αναμνήσεις.  

Η τραυματική μνήμη είναι ένας διαρκής συναγερμός για το πληγωμένο παιδί. Όταν  έχουμε ζήσει μια τέτοια εμπειρία στον εγκέφαλό μας δημιουργείται ένα μνημονικό  κύκλωμα. Γινόμαστε υπερευαίσθητοι σε κάποιες πληροφορίες που στο εξής τις  προσλαμβάνουμε με περισσότερη ένταση από ότι οι άλλοι. Έτσι κατασκευάζεται “ο  κρυμμένος κόσμος της άδηλης μνήμης […]. Όταν οι εμπειρίες του παρελθόντος  επηρεάζουν ασυνείδητα τις αντιλήψεις μας, τις σκέψεις μας και τις πράξεις μας”.  

Η ανάμνηση είναι μια διαφορετική μνήμη. Αναζητώ στο παρελθόν μου τις εικόνες και  τις λέξεις που φτιάχνουν ένα σενάριο που με εκπροσωπεί. Από τα ίχνη της μνήμης  μου κατασκευάζω αναμνήσεις, Η σωματική μνήμη δεν χρειάζεται κάποιο σενάριο για  να κάνει ποδήλατο. Όταν το περιβάλλον αλλάζει, οργανισμός διεγείρεται με  διαφορετικό τρόπο και εκκρίνει διαφορετικές ουσίες. Κάθε τραύμα τροποποιεί την  εγκεφαλική λειτουργία: η μεθυλίωση του DNA και η εμφάνιση κετονών αποτελούν τις  πιο συχνές αλλοιώσεις. Η γενετική ακολουθία δεν εκφράζεται πλέον με τον ίδιο τρόπο  κι εμείς γινόμαστε πιο προσεκτικοί στα ερεθίσματα. Αυτές οι επιγενετικές αλλαγές  συμβαίνουν πολύ νωρίς: σήμερα ανακαλύπτουμε τη σημασία του προγεννητικού  stress και της αποστέρησης της συναισθηματικής φωλιάς που περιβάλει το  νεογέννητο.  

Οι δυο πιο σημαντικοί παράγοντες προστασίας είναι η ασφαλής προσκόλληση και η  ικανότητα να εκφραζόμαστε με τον λόγο. Η ικανότητα να σχηματίζουμε μια λεκτική  αναπαράσταση του γεγονότος που μας συνέβη και να βρίσκουμε και κάποιον να του  απευθύνουμε αυτή την αφήγηση διευκολύνει τη διαχείριση των συναισθημάτων μας.  Το αίσθημα της ασφάλειας εμποδίζει έτσι την οπτική μνήμη· να κυριεύσει τον  εσωτερικό μας κόσμο επιβάλλοντας εικόνες τρόμου. Όλοι οι τραυματισμένοι  θυμούνται πεντακάθαρα εικόνες και καθόλου λέξεις.  

Το να ζεις σε αντίξοες συνθήκες προκαλεί νευροβιολογικές αλλοιώσεις ανάλογες με  εκείνες που προκαλεί ένα εμφανές τραύμα: μειώνεται ο όγκος του ιππόκαμπου με  αποτέλεσμα να αλλοιώνεται η μνήμη και να εμποδίζεται ο έλεγχος των συγκινήσεων.  

Ο Boris Cyrulnik μιλά για “μικρούς” γέρους ηλικίας 10 ετών. Σε όλες τις εμπόλεμες  περιοχές διαπιστώνουμε αυτή την παράδοξη αντίδραση. Τα παιδιά φαίνονται δυνατά  όσο διαρκεί ο πόλεμος και μετά καταρρέουν. Το coping είναι η αντιμετώπιση της δυσκολίας – δοκιμασίας τη στιγμή που παρουσιάζεται. Το παιδί μάχεται τη συμφορά  με την ήδη δημιουργημένη μικρή του προσωπικότητα. Μάχεται αυτό που συμβαίνει  γύρω του με ό,τι υπάρχει μέσα του.  

Για ανθεκτικότητα μιλάμε πολύ αργότερα όπου το παιδί θα πρέπει να αντιμετωπίσει  μέσα στη μνήμη του την αναπαράσταση αυτού που υπέστη. Το coping αφορά τη  συγχρονία, η ανθεκτικότητα τη διαχρονία.  

Αντιμετωπίζουμε τη δοκιμασία με ό,τι διαθέτουμε μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί.  Αργότερα, όταν την ξανασκεπτόμαστε, προσπαθούμε να καταλάβουμε τι συνέβη για  να πάψουμε να βρισκόμαστε σε σύγχυση, για να ελέγξουμε την αναπαράσταση.  Εγγράφουμε το τραγικό γεγονός σε μια ιστορία του εαυτού μας για να του  αποδώσουμε κάποιο νόημα και για να ακολουθήσουμε έναν καινούριο δρόμο στη  ζωή μας. Μόνο τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για ανθεκτικότητα.  

8. Κλινικό Περιστατικό: Η περίπτωση της Τίνας.  

Η Τίνα ήρθε σε ατομική θεραπεία σε ηλικία περίπου 34 ετών και έφυγε πέρυσι σε  ηλικία 39 ετών μετά από δικό της αίτημα που αρχικά εξέπληξε και την ίδια. Για καιρό  έλεγε ότι θα χρειάζεται σε όλη της τη ζωή και πέρασαν αυτά τα πέντε έτη για να έρθει  στο φως η επιθυμία της να δει τον εαυτό της αυτόνομο, ξεχωριστό. Κάποιοι  αποχωρισμοί προετοίμασαν το έδαφος για το τέλος των δικών μας συναντήσεων.  Εννοώ κυρίως διαφοροποιήσεις με εσωτερικά αντικείμενα, αλλά και “πραγματικοί”  χωρισμοί με πρότυπα και συνήθειες, που τα αισθανόταν ως εμπόδιο στην εξέλιξή της,  ενώ είχε την ανάγκη να στηρίζεται επάνω τους και να τα υποστηρίζει.  

Στην πρώτη μας συνάντηση, μιλά ζωηρά φαίνεται όμως ταραγμένη και εξουθενωμένη.  Τελευταία παρουσιάζει κρίσεις πανικού, έντονες κεφαλαλγίες, αϋπνίες άγχος και  κλάματα. Καταφεύγει κάπου – κάπου στο αλκοόλ ή στις αγορές πραγμάτων για να  καταλαγιάσει το άγχος της. Η μητέρα της έπινε και έκλαιγε όπως η ίδια. Αναρωτιέται  αν η ίδια έχει κατάθλιψη όπως εκείνη.  

Εδώ και καιρό φοβάται ότι θα αρρωστήσει, θα τρελαθεί. Αναφέρει φοβίες στα μέσα  μαζικής μεταφοράς, το αυτοκίνητο και μια γενικευμένη ανασφάλεια. Δεν μπορεί να  κοιμηθεί μόνη της τα βράδια, νιώθει αδύναμη, αβέβαιη, έχει ανάγκη να ελέγχει τα  πάντα. Άλλοτε θα πει, όταν ήταν μικρή, ήταν δυνατή, δεν την πτοούσε τίποτε, είχε το  πάνω χέρι.  

Περιγράφει τους γονείς της σαν δύο ερείπια, η μητέρα ψυχικά ευάλωτη και ο πατέρας  σωματικά καταπονημένος, αχρηστευμένος. Στα αδέλφια της αργεί να αναφερθεί σαν  να μεγαλώνει μόνη της στο “κάδρο” της οικογένειας.  

Έχει ταυτόχρονα ερωτικές σχέσεις με δυο άνδρες: φοβάται ότι ακολουθεί τα χνάρια  της μητέρας της που είχε εξωσυζυγικές σχέσεις.  

Μιλά εκτενώς για την κατάθλιψη της μητέρας της στην περίοδο της εφηβείας της  όπου και αναγκάστηκε να αναλάβει πρόωρα μεγάλες ευθύνες… “Τα κατάφερνα όμως  όλα και το σχολείο, και τους φίλους, και τη φροντίδα της μάνας και το σπίτι”.  

Στα 18 της ενώ ετοιμάζεται να φύγει για τις σπουδές της σε άλλη πόλη η μητέρα της  τής εκμυστηρεύεται τα “ερωτικά της μυστικά”. Στην άλλη πόλη η Τίνα καταρρέει,  πέφτει σε σιωπηλή κατάθλιψη.  

Προχωρώντας τη θεραπεία η Τίνα νιώθει πιο ήρεμη, απαλλάσσεται από τις κρίσεις  πανικού και αρχίζει να “βλέπει” ότι δεν δέχεται ότι έχει ανάγκη τους άλλους. Αν έχει  ανάγκη τους άλλους σημαίνει ότι είναι αδύναμη. Ο μόνος τρόπος να ζητάει βοήθεια  είναι επιθετικά, αλλιώς θεωρεί ότι θα της πάρουν πιο πολλά. Τους βλέπει όλους  αφερέγγυους. Η φροντίδα δεν είναι ποτέ όπως τη θέλει και όπου τη θέλει. Την  τρομάζει η ιδέα να αφεθεί στον άλλον. Γι’ αυτό και φροντίζει να εξαντλείται  σωματοψυχικά, ώστε να λυπηθεί τον εαυτό της. 

Η Τίνα έχει την εικόνα των γονιών της ως “ερείπια” σωματικά και ψυχικά και ταυτίζεται  μαζί τους. Η μητέρα της αδυνατεί να εξασφαλίσει τη συναισθηματική σταθερότητα και  ρύθμιση στο παιδί της και έτσι το παιδί δεν αντιμετωπίζει με εμπιστοσύνη τον κόσμο.  

Η αντιστροφή των ρόλων στη σχέση της με τη μητέρα, κυρίως κατά την περίοδο της  εφηβείας είναι χαρακτηριστική. Αναλαμβάνει έναν ρόλο περισσότερο υπεύθυνο και  ενήλικο από ότι της αναλογεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δική της ψυχική  οργάνωση. Δεν της δίνεται η ευκαιρία να επεξεργαστεί τη δική της πορεία  αυτονόμησης, έχοντας αναλάβει να ακούει τις εκμυστηρεύσεις της μητέρας της και να  φροντίζει τη λειτουργία του σπιτικού.  

Επομένως ωθείται σε μια ψευδοωριμότητα που δίνει την εντύπωση της επάρκειας  καλύπτοντας τις δικές της ανάγκες για φροντίδα και στήριξη. Βρίσκεται στη θέση του  φροντίζοντος και του φροντιζόμενου. Όλο αυτό καταρρέει όταν φεύγει από το σπίτι.  όταν βρίσκεται μόνη της άλλη πόλη αναδύεται η αδυναμία της ικανότητας να είναι  μόνη, εμφανίζοντας καταθλιπτικά συναισθήματα και αρχίζει η προσπάθεια  αναζήτησης του άλλου που όμως δεν εμπιστεύεται. Γίνεται ασταθής στις σχέσεις της  και εγκαταλείπει τον άλλον για να μην εγκαταλειφθεί η ίδια.  

Σταδιακά κάνει μία προσπάθεια σύνθεσης των εικόνων των γονιών και προσπαθεί να  “ξεφύγει” από την αιχμαλωσία του παρελθόντος όχι συγχωρώντας αλλά κατανοώντας  το.  

Ταυτόχρονα υπάρχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα σκέψεις αυτομομφής για την  συμπεριφορά της που μοιάζει με της μητέρας της. Στις πρώτες συνεδρίες έρχεται το  θέμα της “ρουτίνας” έναντι της κινητοποίησης. Ρουτίνα γι΄ αυτήν είναι μια πολύ  συγκεκριμένη εικόνα που εμπεριέχει παθητικότητα, αδράνεια, που μπορεί να  συνοδεύεται από έλλειψη ζωντάνιας, να συνδέεται με κατάθλιψη και αδυναμία. Τη  φοβίζει πολύ και γι΄ αυτό θέλει να “εκδικηθεί” το πλαίσιο και να φύγει να πάει σε άλλη  χώρα της Ευρώπης.  

Την ρουτίνα την συνδέει με εγγύτητα με τον άλλον και με φόβο απώλειας ορίων του  εαυτού. Μένει σε ετοιμότητα για να νιώθει ότι ελέγχει τις καταστάσεις και τίποτε δεν  πρόκειται να την βρει απροετοίμαστη. Η ετοιμότητα παρέχει την ψευδή εντύπωση  ελέγχου που την έχει πολλή ανάγκη.  

Ίσως η κατάθλιψη να συνδέεται με μνημονικά ίχνη από την κατάθλιψη της μητέρας με  την οποία ταυτίζεται, χωρίς να μπορεί να τοποθετήσει κανείς αυτό το καταθλιπτικό  συναίσθημα χρονολογικά. Οι πρώιμες τραυματικές εγγραφές επαναλαμβάνονται  στην ζωή της νεαρής κοπέλας. Υπάρχει η ανάγκη πολλών νέων επανεγγραφών που  θα τροποποιήσουν τις πρώτες τραυματικές εγγραφές· ιδιαίτερα μάλιστα αν ανήκουν  στην κατηγορία των αντιληπτικών και όχι των αναπαραστατικών ιχνών.  

9. Βιβλιογραφία. 

  1. Guyton, «Ιατρική φυσιολογία» Τόμος Γ΄, Εκδ. Γρ. Παρισιάνος, 8η έκδ.
  2. F. Ansermet – Pierre Magistretti, «Τα ίχνη της εμπειρίας», Πανεπιστημιακές Εκδ.  Κρήτης.  
  3. Σ. Φροϋντ: “Η ερμηνεία των ονείρων”, Μτφ. Ελ. Αναγνώστου, Εκδ. Επίκουρος,  Αθήνα 2013. 
  4. Σ. Φροϋντ: “Το όνειρο”, Μτφ. Ελ. Αναγνώστου, Εκδ. Νήσος, Αθήνα 2000.
  5. A. Ferro, “Η τεχνική στην ψυχανάλυση των παιδιών”, Μτφ. Δ. Μαλιδέλης, Εκδ.  Παπαζήση, Αθήνα 2006. 
  6. Χ. Χατζή και Λ. Πατεράκη, “Η μνήμη στην ψυχανάλυση και στη Νευροεπιστήμη,:  πώς αναφύονται οι εκλεκτικές τους συγκλίσεις από τα ερωτήματα του Τραύματος  και της Ιστορικής Αλήθειας”, Οιδίπους, Τεύχος 2, Νοέμβριος 2009, σελ. 446-509. 
  7. Σ. Φροϋντ: “Ντόρα: Η Ανάλυση μιας υστερίας”, Μτφ. Αικ. Λιάπτση, Εκδ.  Επίκουρος, Αθήνα 1991.
  8. S. Freud, “Ανάμνηση, επανάληψη και επεξεργασία”, Μτφ. Γ. Σαγκριώτης , εκδ.  Πλέθρον, Αθήνα 2009. 
  9. Π. Παπαδόπουλος, “Πλάγιοι Τρόποι: Η έννοια της ανάμνησης στον Φροϋντ”, Εκδ.  Principia, Αθήνα 2012. 
  10. D.W. Winnicott, “Φόβος κατάρρευσης”, Μτφ. Π. Αλούπης, Εκδ. Άγρα, Αθήνα  2005. 
  11. B. Cyrulnik, “Τρέξε να σωθείς, η ζωή σε καλεί”, Μτφ. Α. Πλεύρη – Γιοβ. Βεσσαλά,  Εκδ. Κέλευθος, Αθήνα 2015.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ